- λησμονώ
- -έω και -άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) [λήσμων]1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου»)2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι το χρέος του»)3. απαρνιέμαι κάποιον ή κάτινεοελλ.1. παθ. λησμονούμαι και -ιέμαιπεριπίπτω σε λήθη, ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη μνήμη («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο καλός λόγος δεν λησμονιέται», παροιμ.)2. μέσ. αφαιρούμαι, χάνω την αίσθηση τής πραγματικότητας3. παροιμ. «ο θεός αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η θεία δίκη μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, αλλά σίγουρα θα έλθειμσν.φρ. «ἀλησμονοῡμαι ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου» — παύει να γίνεται λόγος για μένα.
Dictionary of Greek. 2013.